Η Compulsion games είναι γνωστή για το Contrast και (κυρίως) το We Happy Few, παιχνίδια που είχαν εξαιρετικό σκηνικό, αλλά αρκετά μέτριο gameplay. Πλέον, ως στούντιο του Xbox, η Compulsion μας δίνει το South of Midnight, το οποίο χαρακτηρίζεται από την ίδια αντίφαση.
Είστε η Hazel, κάτοικος του Prospero, μίας φανταστικής κωμόπολης του Αμερικανικού Νότου, την οποία πρόκειται να χτυπήσει τυφώνας. Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης μένουν σε σπίτια που δεν επαρκούν για προστασία από φυσικά φαινόμενα. Η Hazel ετοιμάζεται να μεταφερθεί με την μητέρα της στην εκκλησία προκειμένου να προστατευτούν από τον τυφώνα, όταν ένας δυνατός αέρας φουσκώνει τα νερά του ποταμού γκρεμίζοντας το σπίτι τους και παρασέρνοντάς το με τη μητέρα της μέσα σε αυτό. Η ίδια η Hazel ξεκινάει μία απίστευτη περιπέτεια προσπαθώντας να προλάβει το σπίτι και να σώσει την μητέρα της. Στην πορεία μαθαίνει πως είναι μία Υφάντρα, ανήκει δηλαδή σε μία σειρά από χαρισματικές γυναίκες που μπορούν να δουν τις ίνες και τα υφαντά από τα οποία είναι φτιαγμένα τα πάντα στον κόσμο μας. Μαζί με τις ίνες, οι Υφάντρες μπορούν να δουν και το Στίγμα, κόμποι στο υφαντό που δημιουργούνται όταν κάτι κακό συμβαίνει, αλλά και τα haints, μοχθηρά πλάσματα που εμφανίζονται και ταΐζονται από τους κόμπους. Έτσι, κατά την προσπάθεια να εντοπίσει την μητέρα της, η Hazel αντιμετωπίζει τα haints προσπαθώντας να υφάνει εκ νέου τις τρύπες στο Μεγάλο Υφαντό, αλλά μαθαίνει και πολλά μυστικά για θρύλους της περιοχής.
Το σενάριο του παιχνιδιού είναι ωραίο, σκοτεινό και συνάμα πολύχρωμο, όπως άλλωστε είναι οι ιστορίες του Αμερικανικού Νότου. Περιέχει πολλές στενάχωρες ιστορίες με μία ανάλαφρη αίσθηση όμως που τροφοδοτείται κυρίως από την όμορφη νεανική ζωντάνια που χαρακτηρίζει τη Hazel, η οποία σα χαρακτήρας έχει σχεδιαστεί υποδειγματικά. Οι θρύλοι τους οποίους στην ουσία ζείτε είναι βασισμένοι στις ιστορίες του Βαθέως Νότου της Αμερικής, όπου τα πνεύματα, η μαγεία, ο θάνατος, η απόγνωση και η τιμωρία είναι συνήθη. Λίγο μας τα χαλάει το παιχνίδι στη σύνδεση όλου αυτού του σκηνικού με την προσωπική ιστορία της οικογένειας της ηρωίδας, όμως κάπως τα καταφέρνει και δε ξενίζει πολύ. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί η έντονη ομοιότητα που έχει το Στίγμα και οι κόμποι με το Blight στο Dragon Age. Δηλαδή και οπτικά είναι παρόμοια.
Το μεγάλο πρόβλημα του South of Midnight ξεκινάει και τελειώνει στο gameplay, το οποίο θα χαρακτήριζα αρκετά αδύναμο. Το παιχνίδι είναι μισό platformer και μισό arena combat χωρίς όμως να τα καταφέρνει σε κανένα από τα δύο. Το πρώτο κομμάτι έχει τις καλές του στιγμές, όπως η δυνατότητα αιώρησης που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικό animation και τη χρησιμοποιείτε ευρέως. Κατά τα άλλα, όμως, οι κινήσεις και τα εμπόδια είναι επαναλαμβανόμενα χωρίς να υπάρχει κάποιο εντυπωσιακό level design.
Από την άλλη οι μάχες είναι το λιγότερο εκνευριστικές. Κάθε φορά που συναντάτε Στίγμα, κλείνεστε σε μία αρένα όπου σας την πέφτουν haints από παντού. Μόλις αντιμετωπίσετε όλα τα haints ξηλώνετε τον κόμπο και συνεχίζετε. Καταρχάς οι αρένες είναι περισσότερο συχνές από ότι θα έπρεπε. Επιπλέον οι εχθροί είναι συνεχώς οι ίδιοι, οπότε δεν υπάρχει κάποια αλλαγή από αρένα σε αρένα. Τέλος, η δυσκολία είναι υπερβολικά υψηλή για το είδος του παιχνιδιού. Σας την πέφτουν τέσσερα-πέντε haints μαζί από όλες τις πλευρές και στο normal με τρεις-τέσσερις σφαλιάρες χάνετε. Υπάρχει η δυνατότητα αναπλήρωσης της υγείας αλλά όσο πιο υψηλός ο βαθμός δυσκολίας τόσο πιο σπάνια είναι αυτή. Προσωπικά, καθώς δε μου προσέφερε απολύτως καμία ευχαρίστηση η μάχη, επέλεξα πιο χαμηλό βαθμό για να απολαύσω την ιστορία και το παιχνίδι. Υπάρχουν τρία-τέσσερα boss fights, στα οποία η ιδέα της αρένας είναι σαφώς πιο καλοδεχούμενη. Θα έπρεπε το παιχνίδι να έχει μία προσέγγιση περισσότερο τύπου Mario, να αντιμετωπίζετε δηλαδή εχθρούς κατά το platforming και boss σε αρένες. Όσο προχωράτε η Hazel αποκτά κάποιες δυνάμεις ως Υφάντρα, οι οποίες μάλιστα αναβαθμίζονται. Δυστυχώς, όμως, τις δυνάμεις αυτές τις αποκτάτε πολύ νωρίς και οι όποιες αναβαθμίσεις δεν προσφέρουν κάτι καινούριο – ίσως τις βελτιώνουν λίγου, αλλά σίγουρα δεν είναι η λαχτάρα του να μάθετε και την τάδε μαγεία.
Να σημειώσω εδώ πως το παιχνίδι είναι το πρώτο PC game που έπαιξα με χειριστήριο. Γενικότερα προτιμώ σε PC να παίζω με πληκτρολόγιο + ποντίκι και δεν είχα ποτέ θέμα – ούτε καν σε τίτλους όπως το Aveum. Αυτή τη φορά όμως ήταν απλά αδύνατον. Από τη μία το mapping των πλήκτρων δεν είναι καλό, από την άλλη η κάμερα δε συνεργάζεται καλά με το ποντίκι. Και όταν επιτίθενται τρία haints μαζί, είναι απλά αδύνατον να συντονίσετε τα δάχτυλά σας σωστά. Οπότε εδώ συστήνω ανεπιφύλακτα χειριστήριο.
Οπτικά το παιχνίδι είναι πολύ όμορφο. Τα περιβάλλοντα είναι πραγματικά εκθαμβωτικά και αυτή η αντίθεση σκοταδιού-φωτός και παραμυθιού-πραγματικότητας υπάρχει παντού, ενώ και τα animations εντυπωσιάζουν. Η μόνη μου ένσταση είναι η επιλογή «στιλ μαριονέτας» που υποτίθεται μετατρέπει τη Hazel και τους άλλους χαρακτήρες σε stop-motion φιγούρες. Σε εμένα δε λειτούργησε αυτό ή είναι τόσο αδιάφορο που δεν το κατάλαβα. Το ενεργοποίησα και απενεργοποίησα αρκετές φορές αλλά εις μάτην. Ο ηχητικός τομέας παίρνει άριστα με τόνο, αν όχι το βραβείο της χρονιάς. Το soundtrack είναι απλά καταπληκτικό και με βάση το ότι έχει φτιαχτεί για παιχνίδι θα το χαρακτήριζα αριστούργημα. Με περίπου 10 τραγούδια, που κυμαίνονται από country και blues, έως jazz και swing, αποτελεί μία μουσική πανδαισία. Είναι εντυπωσιακό πως ενσωματώνονται τραγούδια για τους θρύλους που ζει η Hazel στο παιχνίδι. Από κοντά και το πολύ καλό voice acting της ηρωίδας αλλά και άλλων χαρακτήρων.
Με διάρκεια γύρω στις 15 ώρες, το South of Midnight δείχνει πως έχει φτιαχτεί με μεράκι, όπως άλλωστε και οι προηγούμενοι τίτλοι της Compulsion. Δυστυχώς, κρατιέται πίσω από το gameplay του που δεν είναι τόσο δυνατό όσο το γενικότερο σκηνικό του – επίσης όπως οι προηγούμενοι τίτλοι της Compulsion. Σε κάθε περίπτωση, αν ασχοληθείτε σας περιμένει μια περιπέτεια ανάλαφρη, εύπεπτη και καλοραμμένη στα επί μέρους της κομμάτια.
Πλατφόρμα: | PC (review), Xbox Series X/S |
---|---|
Ανάπτυξη: | Compulsion Games |
Έκδοση: | Microsoft |
Διάθεση: | Microsoft Hellas |