alt text

Project Zero Maiden of Black Water review

Όταν γίνεται κουβέντα γύρω από horror games, συχνά τα πρώτα ονόματα που αναφέρονται είναι σειρές όπως το Resident Evil και το Silent Hill. Όμως υπάρχει και μία άλλη σειρά, που πολλές φορές την ξεχνάμε, και δεν είναι άλλη από τα παιχνίδια Project Zero (επίσης γνωστά και ως Fatal Frame). Αν το Resident Evil είναι το survival-action horror και το Silent Hill βασίζεται σε ψυχολογικό τρόμο, τότε τα Project Zero έχουν κάνει κτήμα τους τους το j-horror, γεμάτα με ανατριχιαστικά φαντάσματα και στοιχεία, βγαλμένα από ιαπωνικούς θρύλους και μύθους. Παρόλο που το Project Zero δεν ήταν ποτέ τεράστιες επιτυχίες, η σειρά ξεκίνησε από το 2001 και μετράει 20 χρόνια, πέντε τίτλους (κι ένα spin-off στο DS), με μερικά από αυτά τα παιχνίδια να είναι πολύ δυνατά. Προσωπικά, θεωρώ το Project Zero 2 ως ένα από τα πιο υποτιμημένα “διαμάντια” του horror gaming και το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Όμως ας μιλήσουμε για το Project Zero: Maiden of Black Water. Πρόκειται για το πέμπτο Project Zero, που πρωτοβγήκε στο Wii U και τώρα επιστρέφει ως remaster στο πλαίσιο των 20 χρόνων της σειράς.

Η ιστορία του παιχνιδιού αφηγείται τα μυστηριώδη, τρομακτικά συμβάντα που συμβαίνουν στο βουνό Hikami, στην Ιαπωνία, όπου πηγαίνουν πολλοι άνθρωποι που θέλουν να βάλουν τέλος στην ζωή τους. Το στοιχειωμένο βουνό, είναι επίσης το επίκεντρο διαφόρων ανατριχιαστικών γεγονότων και ένα μέρος στο οποίο απειλεί να εισβάλλει το Μαύρο Νερό, το οποίο θα καταστρέψει τον κόσμο. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, υπάρχουν οι ιέρειες του ναού, οι οποίες έχουν επωμιστεί το τραγικό καθήκον να προστατεύσουν τον κόσμο, θυσιάζοντας τον εαυτό τους. Εκεί λοιπόν διασταυρώνονται τα μονοπάτια τριών χαρακτήρων, που έρχονται εκεί, ο καθένας για τους δικούς τους λόγους. Η Yuri Kozukata, η οποία διαθέτει ψυχικές δυνάμεις, μαζί με την μέντορά της, Hisoka. Ο Ren Hojo, ο οποίος είναι συγγραφέας και φίλος της Yuri. Τέλος, η Miu Hinasaki, θετή κόρη της πρωταγωνίστριας του πρώτου Project Zero, η οποία ψάχνει την εξαφανισμένη μητέρα της. Όλοι τους εξερευνούν το βουνό και τα σκοτεινά μυστικά του και βρίσκονται αντιμέτωποι με το ίδιο τους το παρελθόν, αλλά και με τα φριχτά, τρομακτικά πνεύματα των νεκρών που περιφέρονται αέναα.

Παρόλο που η ιστορία του Black Water δεν είναι τόσο καλή όσο αυτή άλλων Project Zero, παραμένει στην βάση της μία σκοτεινή κατάδυση στον ιαπωνικό τρόμο και το πιο φολκλόρ κομμάτι του. Η αφήγηση γίνεται κυρίως μέσω των cutscenes αλλά και των εγγράφων που βρίσκετε καθώς εξερευνάτε και σταδιακά συμπληρώνετε το παζλ, ώστε να αντιληφθείτε πλήρως τί ακριβώς συμβαίνει. Σε κάποια σημεία, πρέπει να κάνετε κάποιες επιλογές, και αναλόγως τον χαρακτήρα που ελέγχετε και τί αποφάσεις παίρνετε, έχετε αλλαγές στο πώς εκτυλίσσεται η πλοκή αλλά και διάφορα τέλη (συνολικά οκτώ), οπότε μην περιμένετε να δείτε τα πάντα με ένα playthrough. Ελέγχετε και τους τρεις χαρακτήρες (ο καθένας έχει τα δικά του κεφάλαια, από τα συνολικά και εξερευνάτε σκοτεινά δάση, εγκαταλελειμμένες επαυλεις, ξεχασμένους ναούς, επικίνδυνα νεκροταφεία και φυσικά, το ίδιο το βουνό, μεταξύ άλλων. Πρέπει να ψάξετε καλά στα διάφορα περιβάλλοντα, ώστε να βρείτε τα διάφορα έγγραφα και άλλα χρήσιμα καλούδια αλλά και φυσικά, να λύσετε διάφορους γρίφους, όπως θα περιμένατε από έναν τίτλο survival horror.

Όμως το “ζουμί” είναι η μάχη. Στον δρόμο σας βρίσκετε πολλά πνεύματα που θέλουν το κακό σας και ο τρόπος για να τα αντιμετωπίσετε είναι η camera obscura. Όπως σε κάθε Project Zero, έτσι κι εδώ, ο τρόπος για να εξορκίσετε τα φαντάσματα που σας καταδιώκουν είναι μία ειδική φωτογραφική κάμερα, με την οποία τα φωτογραφίζετε και τα στέλνετε μία και καλή στον άλλο κόσμο (κάτι που βασίζεται στην παλιά δεισιδαιμονία πως αν φωτογραφίσεις καποιον, του κλέβεις την ψυχή). Ο τρόπος μάχης είναι λίγο-πολύ ίδιος για όλους τους χαρακτήρες, εκτός κάποιων ιδιαίτερων skills που διαθέτει ο καθένας τους. Με κάθε φάντασμα που εξορκίζετε, κερδίζετε πόντους, τους οποίους μπορείτε να ξοδέψετε μεταξύ των κεφαλαίων για να αγοράσετε προμήθειες, όπως και αναβαθμίσεις και πιο δυνατά φιλμ για την camera, κάτι που αυξάνει την ζημιά που κάνετε στα πνεύματα. Επίσης, βρίσκετε και νέους φακούς που της δίνουν νέες ιδιότητες, όπως πιο γρήγορη επαναφόρτιση κτλ.

Κατά την διάρκεια των μαχών, πρέπει να έχετε στον νου σας τόσο το πώς κινείστε, ώστε να μην σας αρπάξουν οι νεκροί, αλλά και να πετύχετε την καλύτερη δυνατή φωτογραφία, ώστε να επιφέρετε όση περισσότερη ζημιά μπορείτε. Πιο συγκεκριμένα, αφού βγάλετε την πρώτη φωτογραφία, εμφανίζονται μικρά “θραύσματα” του πνεύματος. Πρέπει λοιπόν να φροντίσετε να έχετε στο πλάνο και το πνεύμα, αλλά και τα θραύσματα του, για την καλύτερη δυνατή επίθεση. Αν καταφέρετε και πετύχετε να βγάλετε φωτογραφία την ώρα που σας επιτίθεται ένα φάντασμα, υπάρχει η πιθανότητα να κάνετε είτε το shutter chance που κάνει παραπάνω ζημιά, είτε το fatal frame που απωθεί πίσω τον εχθρό και σας επιτρέπει για λίγο να βγάλετε απανωτές φωτογραφίες χωρίς να χρειάζεται να ξαναφορτώσει η κάμερα. Κάτι άλλο που πρέπει να αναφερθεί, είναι πως κάποιες φορές περνάτε από μέρη που είναι γεμάτα με νερό και υγρασία. Όσο ο χαρακτήρας σας παραμένει βρεγμένος, η κάμερα κάνει περισσότερη ζημιά, αλλά εμφανίζονται περισσότερα φαντάσματα. Αν βρείτε κάποιον πυρσό ή κάποια φωτιά, μπορείτε να στεγνώσετε, ώστε τα πάντα να επανέρθουν σε φυσιολογικά επίπεδα, ή έστω, όσο φυσιολογικό μπορεί να είναι το να βρίσκεστε στο άντρο του άλλου κόσμου. Ακόμα, αν δεχθείτε επίθεση από συγκεκριμένα φαντάσματα, βρίσκεστε υπό την επήρεια κατάρας που επηρεάζει την όραση και την άμυνα σας, καθως και μειώνει την υγεία σας σιγά-σιγά.

Όμως αν ο τρόπος μάχης είναι ενδιαφέρων, ο τρόπος με τον οποίο είναι σχεδιασμένο το παιχνίδι, και πιο συγκεκριμένα η κινησιολογία των χαρακτήρων, σε συνδυασμό με τον έλεγχο που θυμίζει αρκετά παλαιότερα του είδους, δημιουργεί προβλήματα. Για αρχή, οι χαρακτήρες, κινούνται πολύ αργά, σε σημείο που ακόμα κι όταν τρέχουν είναι σαν κάνουν χαλαρό τρεξιματάκι και όχι σαν να προσπαθούν να σωθούν από τους ανατριχιαστικούς τρόμους που τους κυνηγούν. Επίσης, όταν χρησιμοποιείτε την κάμερα, η οπτική αλλάζει σε πρώτο πρόσωπο, οπότε τα πράγματα ζορίζουν περισσότερο, ειδικά όταν έχετε να κάνετε με παραπάνω από ένα φαντάσματα. Προσθέστε και το γεγονός πως πολλές φορές βρίσκεστε σε χώρους που δεν έχετε και πολλά περιθώρια για να κινηθείτε ελεύθερα. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και το 2016 που πρωτοβγήκε το Black Water, τόσο ο χειρισμός, όσο και το design, ήταν αρκετά παρωχημένα, κάτι που ίσως σας απωθήσει από το να ασχοληθείτε με το κατά τα άλλα ατμοσφαιρικότατο παιχνίδι. Καταλαβαίνω πως ο τίτλος είναι επίτηδες σχεδιασμένος με πιο old-school νοοτροπία, αλλά αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι.

Όντας remaster, το παιχνίδι διαθέτει κάποιες οπτικές βελτιώσεις, κυρίως στην ανάλυση και στην αναβάθμιση κάποιων υφών σε σχέση με την αρχική έκδοση, αλλά όχι κάτι σε σημαντικό βαθμό. Παραμένει ένα παιχνίδι που οπτικά ανήκει σε προηγούμενη γενιά, όμως ακόμα κι έτσι, τα περιβάλλοντα ξεχειλίζουν με την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του ιαπωνικού τρόμου. Πιστέψτε με, τα μέρη που επισκέπτεστε καθώς εξερευνάτε το καταραμένο βουνό και τα μυστικά του, είναι αρκούντως εφιαλτικά, ειδικά όταν έχετε να κάνετε με τα διάφορα πνεύματα που βρίσκετε στον δρόμο σας. Υπάρχει επίσης ένα νέο photo mode, το οποίο είναι αρκετά λεπτομέρες και έχει πλάκα, ώστε να ασχοληθείτε για λίγη ώρα με αυτό και να το συνδυάσετε με τις επίσης νέες ενδυμασίες για τους χαρακτήρες (με μερικές από αυτές να αποτελούν ξεκάθαρα... fan service). Όπως σε κάθε Project Zero, το sound design είναι πολύ δυνατό και εξυπηρετεί άριστα τον σκοπό του: να σας κάνει να ανατριχιάσετε και να είστε στην τσίτα. Δυστυχώς το voice acting δεν είναι ότι καλύτερο, ίσως επειδή οι ηθοποιοί προσπαθούν να μιμηθούν τον πιο στωικό τρόπο ομιλίας της ιαπωνικής γλώσσας, με αποτέλεσμα να ακούγονται κάπως άψυχοι στα αγγλικά. Επίσης το lip sync είναι πολύ κακό, σε σημείο που κάποιες φορές θυμίζει την telenovela που έβλεπε η γιαγιά στα ελληνικά. H μουσική δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα, αλλά σίγουρα προσδίδει στo συνολικό χτίσιμο της ατμόσφαιρας.

To Project Zero: Maiden of Black Water είναι ένα τίμιο παιχνίδι τρόμου, που έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και δεν το κρύβει. Αυτό, μαζί με την ξεκάθαρα παλαιάς σχολής νοοτροπία του, σημαίνει πως -καλώς ή κακώς- δεν είναι για όλους. Απευθύνεται στους φαν της σειράς Project Zero, σε όσους γουστάρουν j-horror και σε όσους προτιμούν ένα πιο “παραδοσιακό” παιχνίδι αυτού του είδους. Προσφέρει κάποιες βελτιώσεις και ανανεώσεις, σε σχέση με τον αρχικό τίτλο, αλλά όχι αρκετές ώστε να τραβήξει το ενδιαφέρον του υπόλοιπου κοινού, που είτε έχει συνηθίσει σε έναν πιο σύγχρονο τρόπο παιχνιδιού στα horror games, ή απλά προτιμά ένα διαφορετικό είδος τρόμου. Αν όμως αποφασίσετε να ασχοληθείτε συνειδητά μαζί του, σίγουρα θα απολαύσετε κάποια ανήσυχα, εφιαλτικά βράδια. Το βουνό περιμένει...

  • Υποβλητική, τρομακτική ατμόσφαιρα
  • Ανατριχιαστικό sound design
  • Ενδιαφέρον σύστημα μάχης
  • Replayability χάρη στις επιλογές και τα πολλαπλά φινάλε
  • Μερικές οπτικές βελτιώσεις
  • Προσθήκες όπως photo mode και ενδυμασίες
  • Όχι τόσο καλή ιστορία
  • Παρωχημένη νοοτροπία στο gameplay
  • Ο έλεγχος και η ταχύτητα των χαρακτήρων κουράζουν
  • Μέτριο voice acting
  • Κακό lip sync
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 7.5

ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ:PS4, PS5, Xbox Series X/S, Xbox One, Switch, PC
ΑΝΑΠΤΥΞΗ:Koei Tecmo
ΕΚΔΟΣΗ:Koei Tecmo
ΔΙΑΘΕΣΗ:CD Media