Αποχαιρετώντας το Bad Company
Φτάσαμε λοιπόν στο τέλος ενός ταξιδιού που διήρκησε σχεδόν δύο χρόνια και ήταν γεμάτο με... σκαμπανευάσματα. Το Battlefield: Bad Company κάνει πέρα για την έλευση του διαδόχου του και εμείς το ευχαριστούμε για τις αμέτρητες στιγμές διασκέδασης που μας προσέφερε όλο αυτόν τον καιρό! Ήταν Ιούνιος του 2008 όταν κυκλοφόρησε το παιχνίδι, με τους gamers να κινούνται στους ρυθμούς του Call of Duty 4 και δικαίως. Το Bad Company ήταν εξαρχής αμφιλεγόμενο, αλλά και... ιστορικό. Αυτό γιατί αποτέλεσε το πρώτο - και το μόνο μέχρι τώρα - Battlefield που δεν βγήκε στο PC, ενώ διέθετε και single player campaign, κάτι πρωτοφανές για BF game. Κι όλα αυτά την στιγμή που και το multiplayer ήταν διαφορετικό από τα συνηθισμένα.
Έτσι λοιπόν, άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες φωνές εναντίον της DICE, κυρίως από οργισμένους PC gamers. Άλλωσε, όταν από το Battlefield 2, ένα από τα κορυφαία παιχνίδια της προηγούμενης δεκαετίας, περνάς αποκλειστικά στις κονσόλες κάνοντας κάτι που μοιάζει περισσότερο με πείραμα, είναι λογικό να φας κράξιμο. Φυσικά, ένα πείραμα μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσπάθεια της DICE κρίνεται επιτυχημένη, αν και όχι απόλυτα. Το single player του Bad Company ήταν μέτριο, με φωτεινές εξαιρέσεις τους χαρακτήρες και το χιούμορ. Δεν πειράζει όμως, αφού με αυτό οι developers έμαθαν πολλά. Όσο για το multiplayer, η DICE εδώ έπαιζε με τη φωτιά, αφού μας έδωσε μόλις ένα mode: το Gold Rush. Έχουμε δει τόσες και τόσες σειρές να παίρνουν την κάτω βόλτα λόγω κάτι τέτοιων πειραματισμών. Ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό και στο Battlefield; Ευτυχώς όχι.
Το Gold Rush ήταν αυτό που λέμε “ένα και να καίει”. Το concept απλό και έξυπνο: οι αμυνόμενοι πρέπει να προστατέψουν δύο κιβώτια στην κάθε βάση τους, ενώ οι επιτιθέμενοι να τα καταστρέψουν, πριν τελειώσουν οι ενισχύσεις τους. Η υλοποίηση ήταν εκπληκτική και σε αυτό βοήθησε τα μέγιστα το νέο “μωρό” της DICE, η Frostbite engine, που επέτρεπε στους παίκτες να καταστρέφουν τα περιβάλλοντα. Όπως καταλαβαίνετε αυτό άλλαξε σχεδόν τα πάντα και μας ανάγκασε να σκεφτόμαστε πιο στρατηγικά. Αντί να ψάχνουμε για πόρτες, μπορούσαμε να δημιουργήσουμε δικές μας διαλύοντας τους τοίχους. Σε συνδυασμό με την γνωστή και επιτυχημένη συνταγή των Battlefield, που περιλαμβάνει χρήση οχημάτων, πολλούς παίκτες, εκπληκτικά σχεδιασμένους χάρτες και ξεχωριστές classes, το τελικό αποτέλεσμα ήταν ονειρικό, από πλευράς gameplay τουλάχιστον. Καμμία μάχη δεν ήταν ίδια με την προηγούμενη, κάθε ματς ήταν και μια νέα πρόκληση. Υπήρχαν αρκετά προβλήματα, όμως η διασκέδαση που προσέφερε το multi κάλυπτε τα πάντα.
Ναι, το Bad Company παίζεται από χιλιάδες gamers ακόμα και τώρα. Βγάλαμε σχεδόν δύο χρόνια με μόλις ένα mode και οκτώ χάρτες, χωρίς να προστεθούν νέοι. Αν μπορούσε να γίνει αυτό με ένα mode, τότε αυτό το mode δίχως αμφιβολία είναι το Gold Rush, το οποίο θεωρώ ότι αποτελεί το καλύτερο πράγμα που συνέβη στο online gaming εδώ και χρόνια. Α ναι, μαζί με ένα σημαντικό update, το φθινόπωρο του 2008 προστέθηκε το Conquest mode με τους δικούς του χάρτες, όμως δυστυχώς δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες και στα στάνταρ που είχαν θέσει τα προηγούμενα Battlefield. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που η DICE ασχολήθηκε ουσιαστικά με το Bad Company και γι αυτό το στούντιο όντως αξίζει κράξιμο. Δεν τελειοποίησε το Gold Rush ή κάποιο άλλο μέρος του παιχνιδιού, προφανώς γιατί... έτρεχε και δεν έφτανε με τα BF1943 και Bad Company 2. Όμως το BC δεν έχασε το κοινό του, αλλά αντίθετα, θα έλεγα ότι μάλλον το αύξησε λόγω του λεγόμενου “word of mouth”.
Πίστευα και πιστεύω ότι το multiplayer του Bad Company ήταν απείρως πιο διασκεδαστικό από το Call of Duty 4, όχι λόγω καλύτερης ποιότητας, αλλά λόγω του διαφορετικού και πιο ελεύθερου κόσμου στον οποίο μας έβαζε, αν και συνολικά το CoD4 ήταν το ανώτερο και πιο πλήρες πακέτο. Battlefield: Bad Company λοιπόν. Ένα επιτυχημένο πείραμα που όπως φαίνεται έμαθε στη DICE πολλά και ταυτόχρονα μας προσέφερε ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές που έχουμε ζήσει από τότε που αρχίσαμε να παίζουμε video games. Ώρα για Bad Company 2 τώρα. So long, and thanks for all the fish…